τίτ ρα

  • 1τιτώ — οῡς, ἡ, Α (ποιητ. τ.) ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το θ. τιτ τού Τιτᾶνες* και έχει σχηματιστεί με επίθημα ώ (πρβλ. Λεχ ώ)] …

    Dictionary of Greek