τίτᾰνος
21τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …
22τίτανις — άνεως, ἡ, Α βλ. τίτανος …
23τιτάνωση — η, Ν (παλ. λόγιος όρος) επίχριση με τίτανο, ασβέστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτανοῦμαι (< τίτανος «γύψος»). Η λ., στον λόγιο τ. τιτάνωσις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …
24τιτανούμαι — όομαι, Α [τίτανος] επιχρίομαι με γύψο («τιτανωμένας γεγυψωμένας», Ησύχ.) …
25τιτανούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που περιέχει τίτανο, ασβέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτανος «γύψος». Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια] …
26τιτανωτός — ή, όν, Α [τίτανος] επιχρισμένος με τίτανο, με ασβέστη …
27τιτανόχριστος — ον, Μ τιτανωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτανος «γύψος» + χριστός (< χρίω), πρβλ. λευκό χριστος] …
28τιτανώδης — (I) ῶδες, Α [Τιτᾱνες] 1. τιτανικός, τιτάνιος («τιτανῶδες καὶ κατεγνωκὸς τοῡ θείου τὸ φρόνημα λαμβάνῃ», Αγα θαρχ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τιτανῶδες φοβερά («τὰς ὀφρῡς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός τι πρὸς αὐτὸν ἔρχεται, τιτανῶδες βλέπων», Λουκιαν.).… …
29Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …
30Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …