τίσι
31σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …
32σύναυλος — (I) και αττ. τ. ξύναυλος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό 2. (κατ επέκτ.) αρμονικός 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ αυλος] …
33τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …
34χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α …
35γυναικωνίτισι — γυναικωνί̱τισι , γυναικωνῖτις women s apartments fem dat pl …
36μήτισι — μήτις do I dat pl μῆτις wisdom fem dat pl (attic) μή̱τισι , μῆτις wisdom fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …
37πλευρίτισι — πλευρί̱τισι , πλευρῖτις pleurisy fem dat pl …
38στρατιώτισι — στρατίωτις martial fem dat pl στρατιώ̱τισι , στρατιῶτις fem dat pl …
39σφαγίτισι — σφαγί̱τισι , σφαγῖτις of the throat fem dat pl …
40φρενίτισι — φρένιτις inflammation of the brain fem dat pl φρενί̱τισι , φρενῖτις fem dat pl …