τίρων
1τίρων — tiro masc nom/voc sg …
2τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] …
3Δελφίδιος Άττιος Τίρων — (4ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ρήτορας και ποιητής. Ο Δ. ήταν εθνικός και το πρώτο έργο του ήταν ένας ύμνος στον Δία. Αργότερα ασχολήθηκε και με το έπος, ενώ είχε λαμπρές επιδόσεις και στη ρητορική. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαγνέντιου (350 353 μ.Χ.) ο …
4τίρωνα — τίρων tiro masc acc sg …
5τίρωνας — τίρων tiro masc acc pl …
6τίρωνες — τίρων tiro masc nom/voc pl …
7τίρωνος — τίρων tiro masc gen sg …
8ναυτοτίρων — ναυτοτίρων, ὁ (Α) νεοσύλλεκτος ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + τίρων «νεοσύλλεκτος»] …
9τείρων — ὁ, Α βλ. τίρων …
10τειρωνολογώ — έω, Μ στρατολογώ, συγκεντρώνω νέους για το στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείρων, ωνος, άλλος τ. τού τίρων* + λογῶ*] …
- 1
- 2