τίποτε
101απραγμονώ — ( έω) δεν ασχολούμαι με τίποτε, δεν έχω φροντίδες …
102απροσδεής — (Α ἀπροσδεής, ές) [προσδεής] αυτός που δεν έχει έλλειψη από τίποτε, ο αυτάρκης …
103από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …
104αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …
105αργυρόδουλος — ἀργυρόδουλος, ο (Α) ο δούλος του χρήματος, αυτός που δεν βάζει τίποτε πάνω απ το χρήμα …
106αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …
107ασαλής — ἀσαλής, ές (Α) αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάλος «φροντίδα» (Ησύχ.), με σχηματισμό κατά τα σύνθετα επίθετα σε ής (πρβλ. ακηδής, αναιδής, ευανθής κ.ά.)] …
108ασιτώ — ἀσιτῶ ( έω) (Α) [άσιτος] 1. δεν τρώω (γιατί δεν έχω τίποτε να φάω είτε γιατί νηστεύω) 2. δεν έχω όρεξη για φαγητό …
109αστενοχώρητος — η, ο (AM ἀστενοχώρητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στενοχωρηθεί ή λυπηθεί για τίποτε 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στενοχωριέται κάποιος αρχ. μσν. Ι. εκείνος που δεν αντιμετωπίζει στενότητα χώρου, που χωρά άνετα κάπου («θεὸν… …
110ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος …