τίνα

  • 61σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 62τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 63τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …

    Dictionary of Greek

  • 64τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 65υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 66υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 67φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …

    Dictionary of Greek

  • 68ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …

    Dictionary of Greek

  • 69Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …

    Dictionary of Greek

  • 70κερατίνας — κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem acc pl κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem gen sg (doric aeolic) κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc acc pl κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc nom sg (epic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)