τίνα

  • 11πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 12τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …

    Dictionary of Greek

  • 13τίν' — τίνε , τίνω pay a price pres imperat act 2nd sg τίνε , τίνω pay a price imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τίνα , τίς masc/fem acc sg τίνα , τίς neut nom/voc/acc pl τίνι , τίς dat sg τίνε , τίς nom/voc/acc dual τινᾰ , τις any one masc/fem acc …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14нѣкыи — (> 2000) мест. неопр. 1. Какойто, некий; некоторый: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ (τινος) Изб 1076, 208–208 об.; Болѧринѹ нѣкоѥмɤ || въ гнѣвѣ велицѣ сѹщɤ ѿ …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 15THESMOTHETAE — inter praecipuos Atheniensium Magistratus, numerô sex erant: e Novemvitis illis annuis, de quibus supra. Horum enim unus Archon dicebatur, et signabat Fastos; alter Rex, qui sacra curabat; tertius Polemarchus, cui belli commissa cura; reliqui sex …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 17καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …

    Dictionary of Greek

  • 18πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 19πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …

    Dictionary of Greek

  • 20τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …

    Dictionary of Greek