τίμημα
1τίμημα — honouring neut nom/voc/acc sg …
2τίμημα — το, ΝΜΑ [τιμῶ] νεοελλ. 1. το αντίτιμο, το χρηματικό ποσό με το οποίο τιμάται ένα πράγμα 2. το αντάλλαγμα για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αγαθού, το κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος μιας στάσης ή μιας ενέργειας («το τίμημα για την ανάκτηση τής …
3τίμημα — το, ατος 1. το αντίτιμο, η αγοραστική αξία. 2. υπολογισμός της αξίας: Αυτό ήταν το τίμημα για τις υπηρεσίες μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τίμημ' — τίμημα , τίμημα honouring neut nom/voc/acc sg τί̱μημι , τιμάω honour pres ind act 1st sg τί̱μημαι , τιμάω honour pres ind mp 1st sg …
5Тимема — • Τίμημα, см. Φυλή, Фила, 6; Πρόσοδοι Доходы государства, Ι, 7, 11; Iudicium, Судопроизводство, 15; и Πολιτει̃αι, Правления формы, 8 …
6τιμημάτων — τίμημα honouring neut gen pl …
7τιμήμασι — τίμημα honouring neut dat pl …
8τιμήμασιν — τίμημα honouring neut dat pl …
9τιμήματα — τίμημα honouring neut nom/voc/acc pl …
10τιμήματι — τίμημα honouring neut dat sg …