τίλλω
81ἀνέτιλλον — ἀνά τίλλω b. imperf ind act 3rd pl ἀνά τίλλω b. imperf ind act 1st sg …
82Trichotillomanie — Classification et ressources externes Perte de cheveux chez un trichotillomane CIM 10 …
83ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… …
84διατίλλω — (AM) [τίλλω] μσν. διασπώ, διαμελίζω, διαιρώ, σχίζω αρχ. 1. μαδώ εντελώς, ξεριζώνω 2. κουρεύω σύρριζα …
85θρυοτίλλω — (Α) ξερριζώνω βούρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + τίλλω «ξεριζώνω»] …
86νακοτίλτης — νακοτίλτης, ὁ (Α) αυτός που κουρεύει τα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη «δέρμα προβάτου» + τίλτης (< τίλλω «μαδώ»)] …
87νακότιλτος — νακότιλτος, ον (Α) εκείνος που κουρεύτηκαν οι τρίχες του, που αποσπάστηκαν τα μαλλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη + τίλτος (< τίλλω «μαδώ»), πρβλ. απαρά τιλτος, έν τιλτος] …
88ολοτίλλω — ὁλοτίλλω (Α) αποσπώ κάτι με τη ρίζα του, ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + τίλλω «αποσπώ, περικόπτω, μαδώ»] …
89παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου …
90πεκτώ — έω, Α 1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.) 2. παθ. πεκτοῡμαι, έομαι (και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ.… …