τίλλω
71κατατίλλῃ — κατά τίλλω b. pres subj mp 2nd sg κατά τίλλω b. pres ind mp 2nd sg κατά τίλλω b. pres subj act 3rd sg …
72κατατίλλω — (Α) (επιτ. τ. τού τίλλω) 1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ 2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν ἐπὶ θρήνου», Ησύχ. β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τίλλω «μαδώ, τραβώ… …
73τίλση — η / τίλσις, εως, ΝΑ [τίλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα νεοελλ. 1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα 2. λανάρισμα αρχ. (σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωμα («τίλσις χόρτου», πάπ.) …
74κατατίλλοντα — κατά τίλλω b. pres part act neut nom/voc/acc pl κατά τίλλω b. pres part act masc acc sg …
75κατατίλλουσι — κατά τίλλω b. pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά τίλλω b. pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
76κατέτιλλον — κατά τίλλω b. imperf ind act 3rd pl κατά τίλλω b. imperf ind act 1st sg …
77τιλλομένας — τιλλομένᾱς , τίλλω b. pres part mp fem acc pl τιλλομένᾱς , τίλλω b. pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
78τίλῃ — τίλα plucking fem dat sg (attic epic ionic) τί̱λῃ , τίλλω b. aor subj mid 2nd sg τί̱λῃ , τίλλω b. aor subj act 3rd sg …
79ἀντιλέοντα — ἀνά τίλλω b. fut part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ἀνά τίλλω b. fut part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ἀντῑλέοντα , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)… …
80ἀντιλέοντι — ἀνά τίλλω b. fut part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀνά τίλλω b. fut ind act 3rd pl (doric) ἀντῑλέοντι , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀντῑλέοντι , ἀνά τιλάω to have a… …