τίλλω

  • 101τιλ(λ)ά — Α (κατά τον Ησύχ.) «πτερά». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. τού πτίλα «φτερά»] …

    Dictionary of Greek

  • 102τιλλοδόντια — τα, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη θηλαστικών οι αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν από το ανώτερο παλαιόκαινο ώς το μέσο ηώκαινο στη Βόρεια Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tillodontia (< τίλλω «μαδώ» + ὀδούς, ὀδόντος)] …

    Dictionary of Greek

  • 103τιλλομανία — η, Ν ιατρ. παλαιά γενική ονομασία διαφόρων ψυχαναγκαστικών καταστάσεων στις οποίες ο ασθενής αποσπά με βίαιο τρόπο διάφορα μέλη τού σώματός του και κυρίως τις τρίχες του, τριχοτιλλομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίλλω «μαδώ» + μανία] …

    Dictionary of Greek

  • 104τιλλοπώγων — ωνος, ὁ, Α αυτός που αποσπά με βίαιο τρόπο τις τρίχες τής γενειάδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίλλω «μαδώ» + πώγων (πρβλ. σφηνο πώγων)] …

    Dictionary of Greek

  • 105τιλμός — ὁ, Α [τίλλω] 1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα 2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.) 3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.) 4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» αποφλοίωση οσπρίων …

    Dictionary of Greek

  • 106τιλτός — ή, ό / τιλτός, ή, όν, ΝΑ [τίλλω] 1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.) 2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος β) κουρελιασμένος νεοελλ. λαναρισμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν α) μοτός, ξαντό β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι …

    Dictionary of Greek

  • 107τριχοτιλλομανία — η, Ν ιατρ. ψυχαναγκαστική απόσπαση τών τριχών τής κεφαλής ή άλλων περιοχών τού σώματος, που απαντά σε ολιγοφρενικά άτομα, σε νευρωτικά παιδιά, σε πάσχοντες από αγχώδη κατάθλιψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichotillomania < θρίξ,… …

    Dictionary of Greek

  • 108υποτίλλω — Α μαδώ από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τίλλω «μαδώ, ξεριζώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 109φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 110ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …

    Dictionary of Greek