τίθῃ

  • 11ВОСПИТАНИЕ —    • Educatio.     I. Греческое.          Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 12HEROUM — I. HEROUM Graece Η῾ρῷον, sacellum, in Herois alicuius honorem exstructum: etiam Σηκὸς Graecis. Quamvis enim ἐυδότερον τόπον τȏυ ἱεροῦ, interiorem locum Templi, ubi sc. sinulactum Numinis poni solitum, eâ voce intelligat Hesych. peculiariter tamen …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 14φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 15τιθάς — fem nom sg τιθά̱ς , τιθή fem acc pl τιθά̱ς , τιθός fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 16τιθῆις — τιθῇς , τίθημι p pres subj act 2nd sg τιθῇς , τίθημι p pres subj act 2nd sg τιθῇς , τιθή fem dat pl (epic) τιθῇς , τιθός fem dat pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 17τιθῇς — τίθημι p pres subj act 2nd sg τίθημι p pres subj act 2nd sg τιθή fem dat pl (epic) τιθός fem dat pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)