-
1 электроплавка
η ηλεκτρική τήξη, η τήξη των μετάλλων με ηλεκτρικό ρεύμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроплавка
-
2 выплавка
1. (производство) η τήξητο λιώσιμοподземная - η εξόρρυξη ορυκτών μέσω τήξης/της μεθόδου FRASH2. (стали) η παραγωγή χάλυβα/ατσαλιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выплавка
-
3 заплавлять
καλύπτω/κλείνω με τήξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заплавлять
-
4 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
5 недопекание
(в порошковой металлургии) η ελλιπής περίτηξη ή αρχομένη τήξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недопекание
-
6 оплавление
1. (способ сварки) η τήξη 2. (остеклование керамической поверхности) η υαλοποίηση (της κεραμικής επιφάνειας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оплавление
-
7 плавка
1. (чугуна, цветных металлов) η χύτευση, η τήξη, το λειώσιμο 2. (цикл от заправки плавильной печи до выпуска) о ένας πλήρης κύκλος της χύτευσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавка
-
8 плакирование
η επίστρωση, η θωράκιση - наплавкой - με τήξη, электродуговое - με ηλεκτρικό τόξο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плакирование
-
9 провар
1. (св.) η διείσδυση 2. (в технологии стекла)η πλήρης τήξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провар
-
10 проплавка
η τήξη, το λιώσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проплавка
-
11 проплавление
(св.) η τήξη, η διείσδυση. - корня шва - της ρίζας της ραφήςнеполное - ατελής -, ανεπαρκής -сквозное - διαπεραστική -, διαμπερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проплавление
-
12 расплавление
η τήξη, το λιώσιμο, η ρευστοποίηση- ять λιώνω, χύνωρευστοποιώ, τήκωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расплавление
-
13 спекание
1. (при агломерации, в порошковой металлургии) η περίτηξη, η αρχομένη τήξη 2. (ос-текловывание) η υαλοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спекание
-
14 таяние
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таяние
-
15 флюсование
тех. η συλλίπανσηη τήξη με πρόσθεση τηκτικής ουσίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флюсование
-
16 шихта
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шихта
-
17 вскрытие
вскрытиес1. (распечатывание) ἡ ἀποσφράγιση [-ις], τό ἀνοιγμα·2. (реки) ἡ τήξη πάγου, τό λυώσιμο πάγου·3. мед. ἡ νεκροψία, ἡ αὐτοψία, ἡ νεκροτομία (трупа)/ ἡ σχάσις, τό ἀνοιγμα (нарыва)·4. перен (причины и т. п.) ἡ ἀποκάλυψη [-ις], τό φανέρωμα, τό ξεσκέπασμα. -
18 плавленне
плавленн||ес ἡ τῆξη [-ις], τό λυώσιμο, τό χΰσιμο:точка \плавленнея ὁ βαθμός τήξεως. -
19 таяние
тая||ниес ἡ τήξη, ἡ τήξις, τό λυώσι-μο[ν]. -
20 выплавка
-и θ.λιώσιμο, τήξη• χύσιμο (γιά μέταλλα). || το χυτό μέταλλο•суточная выплавка стали η καθημερινή (εικοσιτετράωρη) παραγωγή ατσαλιού.
См. также в других словарях:
τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… … Dictionary of Greek
τήξη — η το λιώσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τήξη — τῆξις melting fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήξῃ — τήκω melt aor subj mid 2nd sg τήκω melt aor subj act 3rd sg τήκω melt fut ind mid 2nd sg τήξηι , τῆξις melting fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek