τήνεβλα

  • 1τήνεβλα — Α βλ. τήνελλα …

    Dictionary of Greek

  • 2τήνελλα — και τήνεβλα Α 1. λέξη που σχηματίστηκε για μίμηση ήχου τής χορδής κιθάρας ως επευφημία προς τον Ηρακλή («τήνελλα, ὦ καλλίνικε, χαῑρε», Αρχίλ.) 2. φρ. «τήνελλα, καλλίνικε» (ως επευφημία προς τους νικητές αγώνων) εύγε, μπράβο …

    Dictionary of Greek