τήλιστος
1τήλιστος — ίστη, ον, Α πάρα πολύ μακρινός, απώτατος. επίρρ... τήλιστα Α πολύ μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.] …
2τηλίστων — τήλιστος farthest fem gen pl τήλιστος farthest masc/neut gen pl …
3τηλίστους — τήλιστος farthest masc acc pl …
4τήλιστα — τήλιστος farthest neut nom/voc/acc pl …