τήθη
31τηθαλώδης — ὁ, Α (κατά τον Ζων.) «τηθαλώδης, γυναικοκρατής, γυναικοτραφής». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη λ. τηθή «γιαγιά» με υγρό ένθημα λ και κατάλ. ώδης (πρβλ. τηθαλλαδοῦς)] …
32τηθελάς — ὁ, Α ο τηθελλαδοῡς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. τηθή «γιαγιά» με υγρό ένθημα λ και κατάλ. ᾶς (πρβλ. τηθαλλαδοῦς, τηθαλώδης)] …
33τηθάς — τηθά̱ς , τηθή fem acc pl …
34ἐξητήθη — ἐξη̱τήθη , ἐκ ἀτάομαι suffer aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) …
35dhē-1, redupl. dhē-dh(ē)- — dhē 1, redupl. dhē dh(ē) English meaning: child word for “grandparents” Deutsche Übersetzung: Lallwort der Kindersprache for ältere Familienglieder Material: Gk. θεῖος “uncle”, θεία “aunt” (*θη ος, θη ᾱ), τήθη “grandmother” (from …
Страницы