τήθη

  • 21THETYS — melius Tethys et Amphitrite, in muliebribus Matis Numinibus, apud Poetas, familian ducunt: quarum haec Neptuni uxor; illa Oceani, ex hoc omnium Nympharum mater, Τηθὺς appellata est, a τήθη vel τηθὶς, quorum prius aviam vel nutricem; posterius… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22επιτήθη — ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM) η μητέρα τής γιαγιάς αρχ. η μητέρα τής προγιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»] …

    Dictionary of Greek

  • 23θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …

    Dictionary of Greek

  • 24ομότηθος — ὁμότηθος, ον (Α) (κατά τον Φώτ.) ομότιτθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τήθη «τροφός»] …

    Dictionary of Greek

  • 25προτήθη — ἡ, Α προμάμμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τήθη «γιαγιά»] …

    Dictionary of Greek

  • 26τήθα — ἡ, Α ιων. τ. βλ. τήθη …

    Dictionary of Greek

  • 27τηθίβιος — ἡ, Μ η τηθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη /τηθία + βίος] …

    Dictionary of Greek

  • 28τηθίον — τὸ, Α [τήθη] (κατά τον Ζων.) «τηθίον ὁ μαστός» …

    Dictionary of Greek

  • 29τηθίς — και εσφ. γρφ. τιτθίς, ίδος, ἡ, Α η θεία, η αδελφή τού πατέρα ή τής μητέρας κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 30τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν …

    Dictionary of Greek