τέχνῃ καὶ ς

  • 111σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… …

    Dictionary of Greek

  • 112Χουίσλερ, Τζέιμς Άμποτ — (Whistler, Λόουελ, Μασαχουσέτη 1834 – Λονδίνο 1903). Αμερικανός ζωγράφος. Έζησε από τα παιδικά του χρόνια στην Ευρώπη και το 1855 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου, στο εργαστήριο του Γκλερ, γνώρισε τον Φαντέν Λατούρ, τον Κουρμπέ και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 113εστετισμός — ο [εστέτ] η καλλιτεχνική και αισθητική κίνηση τού 19ου αιώνα που δημιούργησε ο Άγγλος συγγραφέας Όσκαρ Γουάιλντ, που πίστευε στο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» και δίδασκε ότι η τέχνη δεν πρέπει να επιδιώκει και να υπηρετεί άλλους ηθικούς ή… …

    Dictionary of Greek

  • 114διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… …

    Dictionary of Greek

  • 115Ζερβός, Χρήστος — (Αργοστόλι 1889 – Παρίσι 1970). Συγγραφέας και αισθητικός. Σπούδασε στο Παρίσι φιλοσοφία και αισθητική. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε κυρίως ως ένας από τους ιδρυτές του αλεξανδρινού λογοτεχνικού περιοδικού Σεράπιο, όπου βρίσκονται… …

    Dictionary of Greek

  • 116Φοσιγιόν, Ερρίκος — (Focillon, Ντιζόν 1881 – Νιου Χάβεν, Κονέκτικατ 1943). Γάλλος ιστορικός της τέχνης. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Λιόν και αργότερα στη Σορβόνη. Με την έκρηξη του B’ Παγκοσμίου πόλεμου μετανάστευσε στις ΗΠΑ.… …

    Dictionary of Greek

  • 117δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 118ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 119πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 120Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek