τέχνῃ καὶ ς

  • 101Κοντολέων, Νικόλαος — (Χίος 1910 – Αθήνα 1975). Αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Κολονία και στο Μόναχο. Το 1933 κατέκτησε την πρώτη θέση σε διαγωνισμό …

    Dictionary of Greek

  • 102Βασιλείου, Σπύρος — (Γαλαξίδι 1902 – 1985). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1930 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το Μπενάκειο βραβείο για τα σχέδια αγιογράφησης του ναού του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Ταξίδεψε για καλλιτεχνικές… …

    Dictionary of Greek

  • 103Καντίνσκι, Βασίλι — (Μόσχα 1866 – Νεϊγί σιρ Σεν 1944). Ρώσος ζωγράφος. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός αφηρημένης τέχνης στην Ευρώπη. Έφυγε από την πατρίδα του το 1896, εγκαταλείποντας τις σπουδές νομικής και πολιτικής οικονομίας, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να… …

    Dictionary of Greek

  • 104αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …

    Dictionary of Greek

  • 105Μαυρογιάννης, Γεράσιμος — (Κουρκουμελάτα Κεφαλονιάς 1823 – Κέρκυρα 1905). Ιστορικός και τεχνοκρίτης. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1863 εξελέγη πληρεξούσιος Κεφαλονιάς στη Β’ Εθνική Συνέλευση και εν συνεχεία βουλευτής Κραναίας. Το 1849 εξέδωσε την εφημερίδα με …

    Dictionary of Greek

  • 106Ζάννας, Παύλος — (Θεσσαλονίκη 1929 – 1989). Σκηνοθέτης και λογοτέχνης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Γενεύης, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Αγωνίστηκε για την ίδρυση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της …

    Dictionary of Greek

  • 107μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …

    Dictionary of Greek

  • 108ωδική — Η τέχνη του να τραγουδά κάποιος. Ειδικότερα, μάθημα της φωνητικής μουσικής, που διδάσκεται στα σχολεία της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης. Γενικά η ω., όπως διδάσκεται στα ωδεία, είναι η τέχνη και η διδασκαλία του τραγουδιού. Απαιτεί… …

    Dictionary of Greek

  • 109Τόμας Χανς — (Thoma, 1839 – 1924). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στο Ντίσελντορφ και συμπλήρωσε την καλλιτεχνική του κατάρτιση στην Ιταλία, μελετώντας την τέχνη της Αναγέννησης, καθώς και στο Παρίσι. Η ιταλική Αναγέννηση, η παλαιά γερμανική τέχνη και …

    Dictionary of Greek

  • 110ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …

    Dictionary of Greek