τέχνη

  • 11συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… …

    Dictionary of Greek

  • 12αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 13αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… …

    Dictionary of Greek

  • 14ποιητική (τέχνη) — Ο όρος, που σημαίνει «τέχνη του ποιείν», του δημιουργείν, είναι συγχρόνως και ο τίτλος του γνωστού αριστοτέλειου έργου (Περί ποιητικής), το οποίο, αφού έγινε για πρώτη φορά γνωστό στη Δύση από τη λατινική μετάφραση του Τζόρτζιο Βάλα (1498),… …

    Dictionary of Greek

  • 15αρχαϊκή τέχνη — Ο όρος α.τ. (από τη λέξη αρχή)δόθηκε στην ελληνική τέχνη του 7ου και 6ου αι. π.Χ., όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η γεωμετρική τέχνη που προηγήθηκε· οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί κάτι νέο στον ελληνικό κόσμο. Καμιά εποχή δεν έδωσε στην ελληνική τέχνη… …

    Dictionary of Greek

  • 16γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …

    Dictionary of Greek

  • 17Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 18προγραμματική τέχνη — Σύγχρονη καλλιτεχνική τάση των μη αναπαραστατικών ρευμάτων, τόσο στενά συνδεδεμένη με την Οπ Αρτ και την κινητική τέχνη, ώστε είναι δύσκολο να καθοριστούν ακριβώς τα όριά της. Οπωσδήποτε όμως η προγραμματική τέχνη έχει σκοπό να καλύψει το χάσμα… …

    Dictionary of Greek

  • 19άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …

    Dictionary of Greek

  • 20ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία …

    Dictionary of Greek