1τέτρομος — masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2τέτρομος — ὁ, Α τρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τέτραμος*, κατ επίδραση τού τρόμος] …
Dictionary of Greek