τέτριξ
1τέτριξ — pipit fem nom/voc sg …
2τέτριξ — η, ΝΑ, και τέτριξ, ο, Ν λόγια, σήμερα, ονομασία γένους ορνιθόπτερων πηδηκτικών εντόμων που χαρακτηρίζονται από επιμήκη θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τέτραξ* και εμφανίζει επίθημα ιξ (πρβλ. πέρδ ιξ)] …
3τέτριγα — τέτριξ pipit fem acc sg τρίζω utter a shrill cry perf ind act 1st sg …
4τέτριγε — τέτριξ pipit fem nom/voc/acc dual τρίζω utter a shrill cry perf imperat act 2nd sg τρίζω utter a shrill cry perf ind act 3rd sg …
5τέτριγ' — τέτριγα , τέτριξ pipit fem acc sg τέτριγι , τέτριξ pipit fem dat sg τέτριγε , τέτριξ pipit fem nom/voc/acc dual τέτριγα , τρίζω utter a shrill cry perf ind act 1st sg τέτριγε , τρίζω utter a shrill cry perf imperat act 2nd sg τέτριγε , τρίζω… …
6ούραξ — οὖραξ, αγος, ἡ (Α) αττ. ονομασία τού πτηνού τέτριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] …
7τέτραξ — αγος, ο, ΝΜΑ, γεν. και ακος, Α νεοελλ. ονομασία ενός είδους τού γένους ωτίς, αλλ. μικρός αγριόγαλος μσν. αρχ. 1. ονομασία δύο άγριων πτηνών 2. είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με τον σπερμολόγο αρχ. φρ. «τέτραξ ὁ μείζων» ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
8tet(e)r- — tet(e)r English meaning: to quack (expr. root) Deutsche Übersetzung: redupl. Schallwort “gackern, hũhnerartige Vögel under likewise” Material: O.Ind. tittirá , tittirí , tittíri m. “ partridge, game bird “; Arm. tatrak… …