τέτορα
1τέτορα — τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl (doric) …
2τέτορ' — τέτορα , τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl (doric) …
3τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …
4τέτορες — οἱ, αἱ, ουδ. τέτορα, τὰ, Α (δωρ. τ.) βλ. τέσσερεις …