τέτμημαι
1τέτμημαι — τέμνω cut perf ind mp 1st sg …
2αναπότμητος — ἀναπότμητος, ον (Α) αυτός που δεν αποκόπτεται, δεν διαχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν στερ. + ἀποτέμνω, από θ. τμη (πρβλ. τμηθῆναι, τμήσομαι, τέτμημαι)] …
1τέτμημαι — τέμνω cut perf ind mp 1st sg …
2αναπότμητος — ἀναπότμητος, ον (Α) αυτός που δεν αποκόπτεται, δεν διαχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν στερ. + ἀποτέμνω, από θ. τμη (πρβλ. τμηθῆναι, τμήσομαι, τέτμημαι)] …