Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τέταρτο

См. также в других словарях:

  • τέταρτο — το ουδ. τακτ. αριθμ. 1. ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι: Τέταρτο της ώρας (15 της ώρας). 2. μουσικό σημείο χρονικής διάρκειας που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του ολόκληρου. 3. ξύλινο δοχείο πλοίου, που χωρά το ένα τέταρτο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέταρτο — το / τέταρτον, ΝΜΑ βλ. τέταρτος …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»