-
1 τέταρτο
[тэтарто] ουσ. о. четверть, четвертая часть,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τέταρτο
-
2 четверть
-и θ.1. το τέταρτο, το τεταρτημόριο•четверть века το τέταρτο του αιώνα, εικοσιπενταετία•
четверть стоимости το τέταρτο της αξίας•
четверть яблока το τέταρτο του μήλου•
четверть часа τέταρτο της ώρας•
четверть двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα.
2. το τρίμηνο•отметка (оценка) за четверть (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου•
первая четверть το πρώτο τρίμηνο.
3. το τεταρτημόριο διαφόρων ρωσικών μέτρων.4. το τέταρτο μουσικής νότας.5. το τέταρτο της σελήνης•последняя четверть луны το τελευταίο τέταρτο της σελήνης ή η τελευταία φάση.
-
3 четверть
четверть ж το τέταρτο; \четверть* * *жτο τέταρτοче́тверть ча́са — ένα τέταρτο της ώρας
че́тверть пя́того — είναι τέσσερις και τέταρτο
без че́тверти де́сять — είναι δέκα παρά τέταρτο
-
4 четверть
четверт||ьж1. τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν], τό κάρτο:\четверть года τό τρίμη-νο[ν], τό ἕνα τέταρτο τοῦ ἔτους· \четверть часа ἔν τέταρτον τής ὠρας, ἕνα κάρτο τής ὠρας· без \четвертьи двенадцать δώδεκα παρά « τέταρτο· \четверть второго μιά καί τέταρτο·2. муз. τό τέταρτο[ν]. -
5 четверть
1. (четвёртая часть) το (ένα) τέταρτο 2. (четвёртая часть года) το τρίμηνο 3. (старая русская мера объёма сыпучих тел) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας που ισούται περίπου με 210 κιλά 4. (старая русская мера объёма жидкости) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας υγρών (που ισούται περίπου με 3 λίτρα) 5 (старая русская мера длины) το παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους (που ισούται περίπου με 0,18 μέτρα) 6. (старая русская мера земельной площади) το παλαιό ρωσικό μέτρο εμβαδού (που ισούται περίπου με 1,6 στρέματα) 7. (круга) см. квадрант 8. муз. το τέταρτο (νότα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > четверть
-
6 кварта
квартаж1. τό τέταρτο[ν]·2. муз. τό τέταρτο[ν]. -
7 луна
-ы, πλθ. луны θ.1. φεγγάρι, σελήνη•затмение -ы έκλειψη σελήνης•
полная луна πανσέληνος•
первая четверть -ы το πρώτο τέταρτο της σελήνης•
последняя четверть -ы το τελευταίο τέταρτο της σελήνης•
при свете -ы κάτω από το φως του φεγγαριού•
ущерб -ы φθίση της σελήνης•
фазы -ы φάσεις της σελήνης•
луна взошла το φεγγάρι βγήκε (ανέτειλε-)•
2. (αστρν.) δορυφόρος. -
8 ин-кварто
полигр. στο ένα τέταρτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ин-кварто
-
9 погрешность
1. (ошибка, неправильность, неточность) το σφάλμα, το λάθος, абсолютная - απόλυτο -квадрантная - τεταρτο-κυκλικό - (πυξίδας), τετρακυκλικό -2. (недостаток, изъян) η ατέλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрешность
-
10 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε. -
11 жить
житьнесов ζῶ / διαμένω, κατοικώ (обитать):\жить зажиточно (скромно) ζω πλούσια (λιτά)1 \жить весело καλοπερνὤ \жить надеждой ζῶ μέ τήν ἐλπίδα· \жить в Москве ζῶ στή Μόσχα· \жить в деревне μένω στό χωριό· где вы живете? ποῦ μένετε;· я живу́ на пятом этаже μένω στό τέταρτο πάτωμα· ◊ жил-был (из сказки) μιά φορά κι ἕνα καιρό· \жить чужим умом δέν ἔχω δικιά μου γνώμη· \жить на широкую ногу ζῶ πλουσιοπάροχα· \жить припеваючи περνώ ζωή καί κότα, περνῶ ζωή χαρισάμενη· приказал долго \жить μᾶς ἀφησε χρόνους. -
12 полушка
полу́шк||аж ист. τό ἕνα τέταρτο τοῦ καπικιοῦ· ◊ не иметь ни \полушкаи εἶμαι ἀπένταρος. -
13 пятый
пят||ыйчисл. порядк. πέμπτος:\пятый номер ὁ ἀριθμός πέντε· \пятый час τέσσερες περασμένες· в \пятыйом часу́ μετά τίς τέσσερες, μεταξύ τέσσερες καί πέντε· три четверти \пятыйого τέσσερες καί σαράντα πέντε λεπτά, πέντε παρά τέταρτο· \пятыйая часть τό ἕνα πέμπτο· ◊ рассказывать из \пятыйого в десятое (ό)μιλώ μπερδεμένα, ἀσυνάρτητα· \пятыйое колесо́ в телеге разг ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης. -
14 четвертый
четверт||ыйчисл. порядк. τέταρτος:\четвертыйое сентября ἡ τετάρτη σεπτεμβρίου· \четвертыйая страница ἡ τετάρτη σελίδα· \четвертый час εἶναι τρεις περασμένες· \четвертыйая часть τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν]· \четвертый номер ὁ τέταρτος ἀριθμός. -
15 Г, г
[γκ] τέταρτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου -
16 Η, η
[εν] δέκατο τέταρτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου -
17 Ч, ч
[τσε] εικοστό τέταρτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου -
18 четверть
[τσιέτβιρτ'] ουσ. Θ. τέταρτο -
19 Г, г
[γκ] τέταρτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου -
20 Η, η
[εν] δέκατο τέταρτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τέταρτο — το ουδ. τακτ. αριθμ. 1. ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι: Τέταρτο της ώρας (15 της ώρας). 2. μουσικό σημείο χρονικής διάρκειας που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του ολόκληρου. 3. ξύλινο δοχείο πλοίου, που χωρά το ένα τέταρτο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέταρτο — το / τέταρτον, ΝΜΑ βλ. τέταρτος … Dictionary of Greek
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek