τέρμ

  • 1τέρμ' — τέρμα , τέρμα end neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 3τηλικόσδε — ήδε, όνδε, Α 1. αυτός που έχει τέτοια ηλικία (α. «ὅς τηλικόσδ ὤν κἀπὶ τέρμ ἥκων βίου», Ευρ. β. «τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες», Πλάτ. γ. «τηλικάσδ ὁρῶν πάντων ἐρήμους», Σοφ.) 2. τόσο μεγάλος («ἐμὲ τηλικόνδε ὄντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος*, κατά …

    Dictionary of Greek

  • 4φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] …

    Dictionary of Greek

  • 5Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… …

    Dictionary of Greek