τέρας διός

  • 1ДРЕВНЯЯ ГРЕЦИЯ — территория на юге Балканского п ова (см. также статьи Античность, Греция). История Д. Г. охватывает период с нач. II тыс. до Р. Х. по нач. I тыс. по Р. Х. География и этнография Фестский диск. XVII в. до Р. Х. (Археологический музей в Ираклио,… …

    Православная энциклопедия

  • 2αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …

    Dictionary of Greek

  • 3диво — укр. диво, ст. слав. дивъ τέρας (Клоц.), также диво, род. п. дивесе, им. мн. дивеса (Син. Пс.), болг. дивен чудесный , сербохорв. ди̑ван, чеш. div, польск. dziw чудо , в. луж. dziw – то же, н. луж. ziw – то же. Из слав. заимств. лит. dỹvas чудо …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 4Mythe de Télipinu — Pour les articles homonymes, voir Télipinu (homonymie). Le mythe de Télipinu est un récit mythologique hittite, centré sur Télipinu, dieu agraire et fils du Dieu de l’Orage. Son départ a provoqué une famine chez les hommes et les dieux, qui… …

    Wikipédia en Français

  • 5Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… …

    Dictionary of Greek

  • 6πελώριος — ια, ιο / πελώριος και τελώριος, ον, ΝΑ 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει μέγεθος πελώρου, τεράστιος, μεγαλόσωμος, υπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός 2. (για άψυχα και αφηρ.) κολοσσιαίος, γιγάντιος, μεγαλειώδης (α. «πελώριο οικοδόμημα» β. «πελώριον… …

    Dictionary of Greek

  • 7τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek