τέο
1τεό — τεο , σύ thou gen 2nd sg (doric) τεο , τις any one gen sg (epic ionic) …
2τέο — τεο , σύ thou gen 2nd sg (doric) σύ thou gen 2nd sg (doric) τεο , τις any one gen sg (epic ionic) …
3τέο — (I) Α (ιων. και δωρ. και επικ. τ. γεν.) βλ. τίς. (III) Α (δωρ. τ. γεν. τής προσ. αντων. β προσ. σύ) βλ. εσύ …
4τεο — (II) Α (δωρ. και ιων. τ. γεν.) βλ. τις …
5τεο — σύ thou gen 2nd sg (doric) τις any one gen sg (epic ionic) …
6Βαν Ντέσμπουργκ, Τέο — (Theo Van Doesburg, Ουτρέχτη 1883 – Νταβός 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού αρχιτέκτονα, ποιητή και ζωγράφου Κρίστιαν Κέπερ (Christian Kuepper). Το 1917, μαζί με τον ζωγράφο Μοντριάν και τον αρχιτέκτονα Ουντ ίδρυσε την ομάδα Ντε Στιλ… …
7τέ' — τεο , σύ thou gen 2nd sg (doric) τέο , σύ thou gen 2nd sg (doric) τέα , τέος neut nom/voc/acc pl τέε , τέος masc voc sg τέαι , τέος fem nom/voc pl τέᾱͅ , τέος fem dat sg (attic doric aeolic) τεο , τις any one gen sg (epic ionic) …
8τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …
9kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… …
10кто — народн. хто, род. п. кого, укр., блр. хто, др. русск., ст. слав. къто τίς, τὶς, ὅς (Ассем., Супр., Клоц. и др.), сербохорв. тко̏, ко̏, род. п. ко̀га, словен. kdo, чеш. kdо (d под влиянием kdе где ), др. чеш. kto, слвц. kto, польск. kto, в. луж.… …