1τεούς — Α (δωρ., βοιωτ. και αιολ. τ. γεν. εν. τής προσ. αντων. β προσ. σύ) βλ. εσύ …
Dictionary of Greek
2τεοῦς — σύ thou gen 2nd sg (doric) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3τεούς — τεός masc acc pl …