τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης

  • 1τέλσο — το / τέλσον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το πυγίδιο β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, τού λιμούλου, καθώς και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων αρχ. 1. το ακραίο σημείο εδαφικής έκτασης στο οποίο ο… …

    Dictionary of Greek