τέλη

  • 11ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… …

    Dictionary of Greek

  • 12ευπόλεμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από το Άργος. Όταν το 420 π.Χ. περίπου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το Ηραίον του Άργους εξαιτίας αμέλειας της ιέρειας Χρυσηίδας, ο Ε. οικοδόμησε κοντά στα ερείπιά του ναό δωρικού ρυθμού, με γλυπτές μετόπες και… …

    Dictionary of Greek

  • 13ζεύξιππος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Λέγεται ότι γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι καταγόταν από ελληνική αποικία στην Ιταλία. Τέλος, μερικοί τον ταυτίζουν με τον ζωγράφο Ζεύξι (βλ. λ.). * * * ζεύξιππος, ον (Α) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 14ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …

    Dictionary of Greek

  • 15θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… …

    Dictionary of Greek

  • 16ισαίος — (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Γεννήθηκε μάλλον στη Χαλκίδα, αλλά έζησε στην Αθήνα και υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη και δάσκαλος του Δημοσθένη. Από τους λόγους του (είναι γνωστοί 56 τίτλοι) διασώθηκαν έντεκα, ο τελευταίος από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 17μαχατάς — (τέλη 3ου αι. π.Χ. – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Δωριέας ανδριαντοποιός. Έζησε την εποχή των Επίγονων ή στους πρώτους ρωμαϊκούς χρόνους. Είναι γνωστός από δύο επιγραφές, που βρέθηκαν στο ιερό του Απόλλωνα κοντά στο Ανακτόριο της Ακαρνανίας. Η μία από… …

    Dictionary of Greek

  • 18μελιάς — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι.). Στρατιωτικός της μεσοβυζαντινής περιόδου. Διετέλεσε κριτής του ιπποδρόμου, παραθαλασσίτης, ανθύπατος και πατρίκιος. Διακρίθηκε στους πολέμους του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων και έλαβε μέρος στην εκπόρθηση της πόλης… …

    Dictionary of Greek

  • 19Αγησίμβροτος — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ρόδιος ναύαρχος που το 198 π.Χ., βοήθησε τους Ρωμαίους να καταλάβουν και να καταστρέψουν την Ερέτρια της Εύβοιας …

    Dictionary of Greek

  • 20Αγησιππίδας — (τέλη 5ου αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης στρατηγός, που πήγε το 419 π.Χ. στην Επίδαυρο με 300 άνδρες, για να ενισχύσει τους κατοίκους της που πολεμούσαν εναντίον των Αργείων. O Α. έφτασε εκεί από τη θάλασσα, διαφεύγοντας την προσοχή των Αθηναίων …

    Dictionary of Greek