τέλη

  • 81Δικαίαρχος — (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος της περιπατητικής σχολής. Καταγόταν από τη Μεσσήνη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, ενώ από το έργο του σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα. Το σύγγραμμά του Βίος Ελλάδος πρέπει να ήταν η πρώτη ιστορία του… …

    Dictionary of Greek

  • 82Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ελεσβάς — (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Χριστιανός βασιλιάς της Αιθιοπίας. Αναφέρεται και ως Ελεσβαάς, Ελεσβαάν ή Έλα Άσεμπου, καθώς και με το εξελληνισμένο όνομα Ελεσβόας, ενώ αποκαλείτο και Κάλεπ (που σημαίνει σκύλος). Ήταν σύγχρονος των βυζαντινών… …

    Dictionary of Greek

  • 84Εμμεράνος — (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι.). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ταξίδεψε ως ιεραπόστολος στη Βαυαρία και έγινε επίσκοπος της Ρατισβόνης. Κατηγορήθηκε άδικα ότι αποπλάνησε την κόρη του δούκα Θεόδονου και επειδή δεν μπορούσε να αποκαλύψει τον… …

    Dictionary of Greek

  • 85Εμπόριος, Βενέδικτος — (τέλη 16ου αι. – αρχές 17ου αι.). Ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά της Κρήτης, αλλά έζησε και εργάστηκε στη Βενετία, στο περιβάλλον της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Γραικών. Ίσως να ήταν συγγενής του ζωγράφου Αντωνίου Μπορή (Μπορής ήταν το… …

    Dictionary of Greek

  • 86Ενδελέχιος — (τέλη 4ου αι. – αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Ρωμαίος χριστιανός ποιητής και δάσκαλος της ρητορικής. Έγραψε στα λατινικά το βουκολικό ειδύλλιο De mortibus boum, που αποτελείται από 33 στροφές. Σε αυτό, ένας αγελαδάρης πείθει δύο φίλους του να ασπαστούν τη …

    Dictionary of Greek

  • 87Ευεργίδης — (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειογράφος. Εντοπίστηκαν πολλά αγγεία με την υπογραφή του. Σε κύλικα που ανακαλύφτηκε στην Κόρινθο, το οποίο βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, εικονίζεται, μέσα σε κύκλο, νέος που γυρίζει από διασκέδαση… …

    Dictionary of Greek

  • 88Ευθυκαρτίδης — (τέλη 7ου αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Νάξο. Φιλοτέχνησε άγαλμα του Απόλλωνα, του οποίου η βάση βρέθηκε στη Δήλο …

    Dictionary of Greek

  • 89Ευθυκράτης — (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Σικυώνα. Γιος του Λυσίππου, μαθητής του και κληρονόμος του πατρικού εργαστηρίου, δάσκαλος του Τισικράτη και του Ξενοκράτη …

    Dictionary of Greek

  • 90Ευθυμίδης — (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αττικός αγγειογράφος. Γιος του γλύπτη Πολλίου, είναι πιθανώς ο δημιουργός δύο βάθρων που βρέθηκαν στην Ακρόπολη της Αθήνας. Ο Ε. υπήρξε σύγχρονος και ανταγωνιστής του Ευφρονίου, από τον οποίο, όπως έλεγε ο ίδιος, ήξερε να… …

    Dictionary of Greek