τέλειος

  • 101τέλειοι — τέλειος perfect masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 102τέλειοι αριθμοί — Κατά τον ορισμό των πυθαγόρειων, ένας φυσικός αριθμός θεωρείται τέλειος, όταν προκύπτει ως άθροισμα των διαιρετών του, συμπεριλαμβανομένης και της μονάδας. Εάν 2ν–1 είναι πρώτος αριθμός, δηλαδή διαιρετός μόνο από τον εαυτό του και τη μονάδα, τότε …

    Dictionary of Greek

  • 103τελεωτάτας — τελεωτάτᾱς , τέλειος perfect fem acc superl pl τελεωτάτᾱς , τέλειος perfect fem gen superl sg (doric aeolic) τελεωτάτᾱς , τέλειος perfect fem acc superl pl (attic) τελεωτάτᾱς , τέλειος perfect fem gen superl sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 104τελεωτέρα — τελεωτέρᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc comp dual τελεωτέρᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) τελεωτέρᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc comp dual (attic) τελεωτέρᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc comp sg (attic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 105τελεωτέρας — τελεωτέρᾱς , τέλειος perfect fem acc comp pl τελεωτέρᾱς , τέλειος perfect fem gen comp sg (attic doric aeolic) τελεωτέρᾱς , τέλειος perfect fem acc comp pl (attic) τελεωτέρᾱς , τέλειος perfect fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 106Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …

    Deutsch Wikipedia

  • 107παντέλειος — ον, ΜΑ τέλειος σε όλα αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον ὁλόκληρον» 3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» ο αριθμός δέκα. επίρρ... παντελείως Α με… …

    Dictionary of Greek

  • 108τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …

    Dictionary of Greek

  • 109τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 110Eastern Orthodox Christian theology — is the theology particular to the Eastern Orthodox Church. It is characterized by monotheistic Trinitarianism, belief in the Incarnation of the Logos (Son of God), a balancing of cataphatic theology with apophatic theology, a hermeneutic defined… …

    Wikipedia