τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος

  • 1τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek