τάφῳ ch
1ταφώ — έω, Α [ταφή] θάβω …
2ταφῶ — θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …
3Τάφω — Τάφος funeral rites fem nom/voc/acc dual Τάφος funeral rites fem gen sg (doric aeolic) …
4τάφω — τάφος 1 funeral rites masc nom/voc/acc dual τάφος 1 funeral rites masc gen sg (doric aeolic) τέθηπα to be astonished aor subj act 1st sg …
5Τάφῳ — Τάφος funeral rites fem dat sg …
6τάφῳ — τάφος 1 funeral rites masc dat sg …
7Τάφωι — Τάφῳ , Τάφος funeral rites fem dat sg …
8τάφωι — τάφῳ , τάφος 1 funeral rites masc dat sg …
9ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера …
10Μυριβήλης, Στράτης — (Σκαμνιά Λέσβου 1892 – Αθήνα 1969). Πεζογράφος και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλολογία, αλλά πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στα νεανικά του χρόνια ήταν θερμός θιασώτης του δημοτικισμού και των δημοκρατικών ιδεών· το 1930 έγινε… …