-
1 τάση
[таси] ουσ. Θ. напряжение, натягивание, склонность, тенденция.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τάση
-
2 secular trend
= long-time trend; trendFrench\ \ tendance séculaire; tendanceGerman\ \ säkularer Trend; langfristige Verlaufsrichtung; TrendDutch\ \ lange-termijntrend; trendItalian\ \ tendenza secolare; trendSpanish\ \ tendencia secular; tendenciaCatalan\ \ tendència secular; tendènciaPortuguese\ \ tendência secular; tendência de longa duração; tendênciaRomanian\ \ -Danish\ \ trendNorwegian\ \ trendSwedish\ \ trendGreek\ \ κοσμική τάση; πολύ καιρό τάση; τάσηFinnish\ \ trendiHungarian\ \ hosszú távú tendencia; trendTurkish\ \ uzun dönem eğilimi; eğilimEstonian\ \ pikaajaline trend; pikkajaline suundumus; trend; suundumusLithuanian\ \ sekuliarusis trendas; sekuliarusis tendencija; ilgalaikis trendas; ilgalaikis tendencija; trendas; tendencijaSlovenian\ \ sekularni trend; trendPolish\ \ trend wieloletni; trend sekularny; tendencja główna; trendRussian\ \ долговременный (вековой) тренд (повышение или снижение уровня экономической активности в течение многолетнего периода)Ukrainian\ \ тренд за великий періодSerbian\ \ -Icelandic\ \ leitni; langtímaþróun; hneigð; tilhneigingEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ روند ديرپاي; روندArabic\ \ الاتجاه العامAfrikaans\ \ sekulêre tendens; tendens; neigingChinese\ \ 长 期 趋 势; 趋 势Korean\ \ 추세, 경향 -
3 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
4 напряжение
напряжение с 1) (усилие) η ένταση, η προσπάθεια' с большим \напряжением με μεγάλη προσπάθεια 2) эл. η τάση* * *с1) ( усилие) η ένταση, η προσπάθειαс больши́м напряже́нием — με μεγάλη προσπάθεια
2) эл. η τάση -
5 тенденция
-
6 тошнота
-
7 веяние
веяниес1. ἡ πνοή, τό φύσημα·2. перен ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή:\веяние времени τό πνεύμα τοῦ καιρού, ἡ τάση τῆς ἐποχής·3. (зерна) τό λίχνισμα. -
8 наклонность
накло́нност||ьж1. ἡ ροπή, ἡ κλίση, ἡ τάση / ἡ ἐξις, ἡ συνήθεια (привычка):иметь \наклонностьи к чему́-л. ἔχω κλίση γιά κάτι, ἔχω τάση προς κάτι·2. \наклонностьи мн. οἱ ἐξεις, οἱ συνήθειες:дурные \наклонностьи οἱ κακές συνήθειες. -
9 позыв
позывм ἡ ἔπειξις, ἡ τάση [-ις]:\позыв к рво́те τάση προς ἐμετόν. -
10 склониость
склон||иостьж ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή/ ἡ συμπάθεια (κ кому-л.):\склониость κ полноте ἡ τάση γιά νά παχύνει· \склониость к нау́-ке κλίση στήν ἐπιστήμη· питать \склониость а) ἔχω κλίση σέ κάτι (κ чему-л.), б) αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον (к кому· либо). -
11 тенденция
тенденци||яж1. (целенаправленность) ἡ τάση [-ις], ἡ ροπή/ ἡ πρόθεση (намерение):демократические \тенденцияи литерату́ры οἱ δημοκρατικές τάσεις τής λογοτεχνίας· \тенденция к росту ἡ τάση γιά ἀνάπτυξη·2. (предвзятость) ἡ κακόβουλη πρόθεση. -
12 linear trend
= rectilinear trendFrench\ \ tendance linéaireGerman\ \ linearer Trend; gradliniger TrendDutch\ \ lineaire trend; rechtlijnige trendItalian\ \ tendenza lineare; trend lineareSpanish\ \ tendencia lineal; tendencia rectilínea; tendencia rectilinealCatalan\ \ tendència linealPortuguese\ \ tendência linearRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ linjär trendGreek\ \ γραμμική τάση; ευθύγραμμη τάσηFinnish\ \ lineaarinen trendi; suoraviivainen trendiHungarian\ \ lineáris trend; derékszögû-lineáris trendTurkish\ \ doğrusal eğilim; düz-çizgili eğilimEstonian\ \ lineaarne trendLithuanian\ \ tiesinis trendas; tiesinis nuonešisSlovenian\ \ linearni trendPolish\ \ trend liniowyRussian\ \ линейный трендUkrainian\ \ лінійний трендSerbian\ \ линеарни трендIcelandic\ \ línuleg leitniEuskara\ \ lineal joeraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ روند راستخطيArabic\ \ اتجاه مستقيم؛ اتجاه عام مستقيمAfrikaans\ \ lineêre tendens; reglynige tendensChinese\ \ 线 性 趋 势; 直 线 性Korean\ \ 선형추세 -
13 направление
-я ουδ.1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•
направление ветра κατεύθυνση ανέμου•
в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•
менять направление αλλάζω κατεύθυνση.
2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•
реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•
направление журнала η τάση του περιοδικού.
3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.
4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•получить направление παίρνω διορισμό•
направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.
-
14 позыв
-а α.1. τάση, διάθεση, ροπή•позыв ко сну νυστάζω•
позыв на рвоту τάση για εμετό.
2. παλ. βλ. призыв. -
15 тяга
-и θ.1. τράβηγμα, έλξη•тяга барж буксиром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό•
тяга невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών•
конная тяга η έλξη των αλόγων.
2. τάση•тяга ростка к свету η τάση του βλαστού προς το φως.
3. τέντωμα.4. βγάλσιμο, εξαγωγή. || πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.).5. απορρόφηση, άντληση• ρούφηγμα.6. επιθυμία.7. βάρος, βαρύτητα. || μτφ. βάσανο, θλίψη, στενοχώρια, βάρος. -
16 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
17 вольтаж
эл. η τάση (σε βολτ)ο βαθμός τάσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вольтаж
-
18 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
19 деформация
1. (изменение формы или размеров тела в целом) η παραμόρφωσηместная - η τοπική στρέβλωση, τοπική -2. (со-стояние тела) η καταπόνηση, η τάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деформация
-
20 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
См. также в других словарях:
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
τάση — η 1.έκταση, τέντωμα, άπλωμα: Τάση των χεριών προς τα πάνω. 2. μτφ., διάθεση, ροπή, κλίση: Έχει τάση προς το κακό. 3. διαφορά ηλεκτρεγερτικής δύναμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιφανειακή τάση — Το έργο που δαπανάται προκειμένου να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις που ασκούνται σε ένα μόριο, το οποίο βρίσκεται μέσα σε υγρό, και να αυξηθεί κατά μία μονάδα το εμβαδόν της επιφάνειας σε σταθερή θερμοκρασία. Ένα μόριο που βρίσκεται στο εσωτερικό… … Dictionary of Greek
εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… … Dictionary of Greek
ερμητισμός — Τάση της λογοτεχνίας στην οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει ένα σύνολο γεγονότων ή παραστάσεων –ακόμα και ιδεών– των οποίων το μυστικό ουσιαστικά μόνο εκείνος γνωρίζει. Η τάση αυτή επισημαίνεται κυρίως στην ποίηση και προϋποθέτει… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek