Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τάπα

См. также в других словарях:

  • τάπα — η, Ν 1. πώμα ιδίως από φελλό ή ξύλο 2. χάρτινο βύσμα κατάλληλο για συγκράτηση τής γόμωσης τών εμπροσθογεμών όπλων 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην… …   Dictionary of Greek

  • τάπα — η (λ. γαλλ.) 1. πώμα, βούλωμα από φελλό, ξύλο κτλ. 2. φρ., «Έγινε τάπα», μέθυσε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλάνγκαν — Συμβατική ονομασία για τα παραδοσιακά γλυπτά και τις μάσκες των Μελανησίων. Οι Μελανήσιοι βρίσκουν στη λατρεία των νεκρών, στην τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις κοινότητες και ιδίως στις μυστικές κοινότητες, τις αιτίες για να δημιουργήσουν την… …   Dictionary of Greek

  • σουραύλι — Μουσικό όργανο, που συγγενεύει με το φλάουτο. Το στόμιο, από το οποίο φυσάει εκείνος που παίζει, δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα, αλλά συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με τάπα (σούρος, γλωσσίδι, πείρος, ψύχα κλπ.), αφήνοντας μια λεπτή …   Dictionary of Greek

  • τάπωμα — το, Ν [ταπώνω] 1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός 2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί …   Dictionary of Greek

  • ταπώνω — Ν [τάπα] 1. κλείνω ένα αντικείμενο με τάπα, πωματίζω («τάπωσε το μπουκάλι για να μην εξατμιστεί το άρωμα») 2. (στην καλαθοσφαίριση) χτυπώ την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι 3. φρ. «ταπώνω κάποιον» αποστομώνω …   Dictionary of Greek

  • Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …   Dictionary of Greek

  • τάπωμα — το, ατος 1. το βούλωμα με τάπα, το καπάκωμα: Η δουλειά του είναι το τάπωμα των βαρελιών. 2. η τάπα, το πώμα: Βάλε τάπωμα στο μπουκάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το …   Dictionary of Greek

  • μεθύσι — και μεθήσι, το 1. το αποτέλεσμα τού μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία 2. (κατ επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη 3. μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»