-
1 τάπα
[тала] ους. Θ. пробка, втулка. Затычка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τάπα
-
2 пробка
пробка ж 1) η τάπα, ο φελλός 2) лерен. о συνωστισμός* * *ж1) η τάπα, ο φελλός2) перен. ο συνωστισμός -
3 заглушать
1. (звук) σιγάω/σιγώ, πνίγω, σκεπάζω, σβήνω (τον ήχο) 2. (закры-вать отверстие) κλείνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заглушать
-
4 заглушка
η τάπα (ξεν.), η τυφλή φλάντζα (ξεν.), το βούλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заглушка
-
5 затыкать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затыкать
-
6 затычка
το πώμα, η τάπα, το βούλωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затычка
-
7 пробка
1. (материал) о φελλός 2. (закупорка) το πώμα, η τάπα (ξεν.)заправочная - πλήρωσης/εφοδιασμού3. (транспортная) η κυκλοφοριακή συμφόρησητο μποτιλιάρισμα4. эл. (предохранительная) η ασφάλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробка
-
8 пробка
пробк||аж1. (материал) ὁ φελλος·2. (для бутылок) τό πώμα, ἡ τάπα·3. эл. ἡ ἀσφάλεια·4. перен (затор) τό φράξιμο, ἡ ἔμφραξη [-ις]· ◊ глуп как \пробка разг θεόκουτος. -
9 стелька
стельк||аж ἡ σόλα· ◊ пьяи в \стелькау разг σκνίπα στό μεθύσι, τάπα στό μεθύσι. -
10 допьяна
επίρ.σκνίπα, στουπί, τάπα, τύφλα στο μεθύσι. -
11 накачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накачанный, βρ: -чан, -а, -о.1. αντλώ• γεμίζω αντλώντας•накачать воды αντλώ νερό•
накачать бочку воды γεμίζω με την αντλία ένα βαρέλι νερό.
|| φουσκώνω, γεμίζω με αέρα•накачать велосипедную камеру φουσκώνω τη σαμπρέλα του ποδηλάτου•
шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού.
2. μτφ. μεθώ, ποτίζω κάποιον.3. μτφ. βάνω στο νου κάποιου, εξηγώ, δίνω να καταλάβει, γεμίζω το κεφάλι.εκφρ.не было печоли, (так) черти -ли – (απλ.) καλά ήμασταν στην ησυχία μας, η έρμη τύχη τά φέρε έτσι.1. κουνιέμαι, λικνίζομαι, τραμπαλίζομαι.2. μτφ. παραπίνω, σουρώνω, γίνομαι τάπα στο μεθύσι. -
12 натрескаться
ρ.σ. (απλ.) σκάζω από το πολύ φαΐ ή το πιοτί. || γίνομαι τάπα στο μεθύσι. -
13 пробка
-и θ.1. φελλός, υλικό από φελλοφόρο δέντρο.2. πώμα, βούλωμα, τάπα•резиновая, стеклянная пробка λαστιχένιο, γυάλινο βούλωμα.
3. μτφ. φραγμός, εμπόδιο.4. ασφάλεια ηλεκτρική πωματοειδής.εκφρ.глуп как пробка – κουτούλιακας. -
14 пыж
-а α.1. (κυνηγ.) στουπί (γεμίσματος φυσιγγίων), τάπα. || βύσμα πυροβόλων.2. (δια λκ.) το ακρόνηο, το κοράκι• της πρώρης.
См. также в других словарях:
τάπα — η, Ν 1. πώμα ιδίως από φελλό ή ξύλο 2. χάρτινο βύσμα κατάλληλο για συγκράτηση τής γόμωσης τών εμπροσθογεμών όπλων 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην… … Dictionary of Greek
τάπα — η (λ. γαλλ.) 1. πώμα, βούλωμα από φελλό, ξύλο κτλ. 2. φρ., «Έγινε τάπα», μέθυσε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλάνγκαν — Συμβατική ονομασία για τα παραδοσιακά γλυπτά και τις μάσκες των Μελανησίων. Οι Μελανήσιοι βρίσκουν στη λατρεία των νεκρών, στην τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις κοινότητες και ιδίως στις μυστικές κοινότητες, τις αιτίες για να δημιουργήσουν την… … Dictionary of Greek
σουραύλι — Μουσικό όργανο, που συγγενεύει με το φλάουτο. Το στόμιο, από το οποίο φυσάει εκείνος που παίζει, δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα, αλλά συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με τάπα (σούρος, γλωσσίδι, πείρος, ψύχα κλπ.), αφήνοντας μια λεπτή … Dictionary of Greek
τάπωμα — το, Ν [ταπώνω] 1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός 2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί … Dictionary of Greek
ταπώνω — Ν [τάπα] 1. κλείνω ένα αντικείμενο με τάπα, πωματίζω («τάπωσε το μπουκάλι για να μην εξατμιστεί το άρωμα») 2. (στην καλαθοσφαίριση) χτυπώ την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι 3. φρ. «ταπώνω κάποιον» αποστομώνω … Dictionary of Greek
Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o … Dictionary of Greek
τάπωμα — το, ατος 1. το βούλωμα με τάπα, το καπάκωμα: Η δουλειά του είναι το τάπωμα των βαρελιών. 2. η τάπα, το πώμα: Βάλε τάπωμα στο μπουκάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
μεθύσι — και μεθήσι, το 1. το αποτέλεσμα τού μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία 2. (κατ επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη 3. μτφ. α)… … Dictionary of Greek