τάξιν

  • 21HOMOLOIDES — apud Stat. Theb. l. 7. v. 251. quam celsus aena Sphinge per ingentes Homoloidas exeat Haemon: una est ex septem Thebarum portis, quam ob sonum hîc prae reliquis nominasse poeta videtur. Aen. l. 7. v. 675. Meminit earundem Euripid. Phoenissis,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22OFFICIUM — Grammaticis quasi Efficium, ab efficiendo, quod unicuique personae congruit, ut ait Donatus Adelph. Terent. Actu 1. Scen. 1. Aliis ab officiendo, id quod unusquisque efficere tenetur, ut nulli officiat: servatâ scil. honestate, quid loco, quid… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 25επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26ερωτιά — η [έρωτας] 1. έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί τής ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.) 2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.) 3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν») …

    Dictionary of Greek

  • 27καταπορεύομαι — (Α) 1. επανέρχομαι από την εξορία 2. επιστρέφω στην πατρίδα 3. φρ. «καταπορεύομαι εἰς τάξιν» επανέρχομαι στην τάξη …

    Dictionary of Greek

  • 28κουρεακός — κουρεακός, ή, όν (Α) [κουρεύς] όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.) …

    Dictionary of Greek

  • 29λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 30λιξ — (I) λίξ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «πλάγιος, και λίθος πλατύς» 2. «πνευμονία, νόσος «. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λίγξ «πλάγιος»]. (II) λίξ (Α) συμβολική μαγική λέξη στην εφεσιακή λογοτεχνία («Ἀνδροκύδης... ὁ Πυθαγορικὸς τὰ Ἐφέσια...… …

    Dictionary of Greek