τάν οἱ

  • 41σιά — ἡ, Α (λακων. λ.) η θεά («τὰν κάν... τὰν κρατίσταν Χαλκίοικον ὕμνει», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 42συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… …

    Dictionary of Greek

  • 43τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 44τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …

    Dictionary of Greek

  • 45υπερβαρής — ές, Α πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ. β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι βαρής, κατα βαρής] …

    Dictionary of Greek

  • 46φλύκταινα — η, ΝΜΑ ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα νεοελλ. 1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 47Archimedes — For other uses, see Archimedes (disambiguation). Archimedes of Syracuse (Greek: Ἀρχιμήδης) …

    Wikipedia

  • 48Dorians — This article is about the population of ancient Greece. For other uses, see Dorian (disambiguation). History of Greece This article is part of …

    Wikipedia

  • 49Sparta — Infobox Former Country native name = Σπάρτα conventional long name = Sparta common name = Sparta continent = Europe region = Mediterranean country = Greece era = Classical Antiquity government type = Oligarchy event start = Dorian invasion year… …

    Wikipedia

  • 50Lever — In physics, a lever (from French lever , to raise , c.f. a levant ) is a rigid object that is used with an appropriate fulcrum or point to multiply the mechanical force that can be applied to another object.This is also termed mechanical… …

    Wikipedia