τάνυ(ς)σα

  • 51τανύσκομαι — Μ πιθ. βρίσκομαι σε ένταση, ιδίως ψυχική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού τάνυμαι «τεντώνομαι», με επίθημα σκω, σκομαι (πρβλ. διδά σκομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 52τανύστομος — ον, Μ αυτός που έχει μεγάλη κόψη («τανυστομος μάχαιρα», Θεοδόσ. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού τάνυμαι* «τεντώνομαι» + στομος (< στόμα), πρβλ. ανθαδό στομος] …

    Dictionary of Greek

  • 53τανύστροφος — ον, Α αυτός που εκτελεί μεγάλη στροφή ή αυτός που περιστρέφεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + στροφος (< στρέφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 54τανύσφυρος — και τανίσφυρος, ον, Α αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί… …

    Dictionary of Greek

  • 55τανύφθογγος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου η φωνή ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + φθόγγος (πρβλ. ἰσόφθογγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 56τανύφλοιος — ον, Α (για δένδρα) 1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό 2. (κατ. επέκτ.) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ φλοιος). Για το θ. τού α… …

    Dictionary of Greek

  • 57τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… …

    Dictionary of Greek

  • 58υψίδρομος — ον, ΜΑ αυτός που τρέχει ψηλά («ὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύ δρομος)] …

    Dictionary of Greek

  • 59φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 60ten-1, tend- —     ten 1, tend     English meaning: to extend, stretch, span     Deutsche Übersetzung: “dehnen, ziehen, spannen”, also von the Weberei, Spinnen, Strick etc.     Grammatical information: ten bildet in IE an not thematic root aorist (ved. átan,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary