τάνυ(ς)σα

  • 41τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… …

    Dictionary of Greek

  • 42τανύπλεκτος — ον, Α αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔ πλεκτος] …

    Dictionary of Greek

  • 43τανύπλευρος — ον, Α αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ πλευρος] …

    Dictionary of Greek

  • 44τανύπρεμνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για τόπο) αυτός που έχει ψηλά δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τάνυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρεμνος (< πρέμνον «κούτσουρο»), πρβλ. αὐτό πρεμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 45τανύπρωρος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει μεγάλη πλώρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «τανυπρῴρους τὰς καλύπτρας διὰ τὸ περὶ τὸ πρόσωπον περιτετάσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. καλλί πρῳρος] …

    Dictionary of Greek

  • 46τανύπτερος — και τανυσίπτερος, ον, Α αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …

    Dictionary of Greek

  • 47τανύπτορθος — ον, ΜΑ αυτός που έχει επιμήκεις κλώνους, μακριά κλαδιά (α. «τανύπτορθον δένδρον», Noνν. β. «τανύπτορθα κέρατα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτόρθος «βλαστός» (πρβλ. φιλό πτορθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 48τανύρριζος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες που εκτείνονται σε μεγάλο βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] …

    Dictionary of Greek

  • 49τανύρροιζος — ον, Α αυτός που προκαλεί ισχυρό συριστικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ῥοίζος «συριστικός ήχος» (πρβλ. ἁλί ρροιζος)] …

    Dictionary of Greek

  • 50τανύσκιος — ον, ΜΑ αυτός που ρίχνει σκιά η οποία εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + σκιος (< σκιά), πρβλ. δολιχό σκιος] …

    Dictionary of Greek