τάνυ(ς)σα

  • 31τανυστής — ο, Ν [τανύ(ζ)ω] μαθημ. μαθηματικό μέγεθος που αποτελεί γενίκευση τής έννοιας τού διανύσματος και χαρακτηρίζεται από πολλές συντεταγμένες οι οποίες ορίζονται μέσα στο πλαίσιο τής γραμμικής γεωμετρίας …

    Dictionary of Greek

  • 32τανυφάντης — ὁ, Α κατασκευαστής υφασμάτων μεγάλου μήκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. ταπιδ υφάντης] …

    Dictionary of Greek

  • 33τανυχειλής — ές, Α (για πτηνά ή για τις μέλισσες) αυτός που έχει μακρύ ράμφος ή μακρύ κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + χειλής (< χείλος), πρβλ. παχυ χειλής] …

    Dictionary of Greek

  • 34τανύγληνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. πολύ γληνος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 35τανύγλωσσος — ον, Α 1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα 2. φλύαρος, λάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς βλ. λ. τείνω) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 36τανύδρομος — και τανυσίδρομος, ον, Α αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάννμαι* «τεντώνομαι» + δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 37τανύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τανύτριχος, ον, Α 1. αυτός που έχει μακριές τρίχες 2. αυτός που έχει πολλές και πυκνές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός 3. φρ. «ὗς τανύθριξ» είδος αγριογούρουνου με ανορθωμένες τις τρίχες τού σώματός του (Σιμων. Αμ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 38τανύκνημος — ον, ΜΑ κατανυκνήμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασυ κνημος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 39τανύκραιρος — ον, Α αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό κραιρος] …

    Dictionary of Greek

  • 40τανύμετρος — ον, Μ εκτεταμένος, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + μετρος (< μέτρον)] …

    Dictionary of Greek