τάνυ(ς)σα

  • 21τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22τανυηχής — και δωρ. τ. τανυαχής, ές, Α αυτός που ηχεί σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ηχής (< ἠχή «ήχος»), πρβλ. πολυ ηχής. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 23τανυκρήπις — ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο μσν. αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, ῖδος «υπόβαθρο»] …

    Dictionary of Greek

  • 24τανυπλόκαμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλες πλεξούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλόκαμος (πρβλ. χρυσο πλόκαμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 25τανυπτέρυγος — και τανυσιπτέρυγος, ον, Α τανυπτέρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. εὐ πτέρυγος. Ο τ. τανυσιπτέρυγος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …

    Dictionary of Greek

  • 26τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) …

    Dictionary of Greek

  • 27τανυρρίνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. ὀξύ ρρινος] …

    Dictionary of Greek

  • 28τανυσίσκοπος — ον, Α αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι», σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος] …

    Dictionary of Greek

  • 29τανυσκόπελος — ον, ΜΑ αυτός που έχει υψικόρυφους σκοπέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + σκόπελος (πρβλ. βαθυ σκόπελος)] …

    Dictionary of Greek

  • 30τανυσμός — ο, ΝΜ [τανύ(ζ)ω] τάνυσμα, τέντωμα …

    Dictionary of Greek