τάνυ(ς)σα
11λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] …
12μεγαλοπτέρυγος — μεγαλοπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυγος, τανυ πτέρυγος] …
13πολύδρομος — ον, Α 1. αυτός που τρέχει, δρομαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρόμος (πρβλ. τανύ δρομος)] …
14πολύρροιζος — ον, Α αυτός που παράγει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοῖζος «κρότος, θόρυβος» (πρβλ. τανύ ρροιζος)] …
15σχιζόπτερος — ον, Α (για πτηνά) αυτός που έχει τα φτερά του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανύ πτερος] …
16τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται …
17ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης …
18τανηλεγής — ές, ΜΑ μσν. φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» ο θάνατος (Νικ. Χων.) αρχ. (για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ άλλους, ο πολύ οδυνηρός. επίρρ... τανηλεγέως Α με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο… …
19τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] …
20τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …