τάμισος
1τάμισος — rennet fem nom sg …
2τάμισος — ἡ, ΜΑ πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ τού τέμνω* (πρβλ. αόρ. β ἔταμ ον) με επίθημα σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η… …
3ταμίσοιο — τάμισος rennet fem gen sg (epic) …
4ταμίσου — τάμισος rennet fem gen sg …
5ταμίσῳ — τάμισος rennet fem dat sg …
6τάμισον — τάμισος rennet fem acc sg …
7μάδισος — μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)] …
8τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …
9ταμίσιον — τὸ, ΜΑ [τάμισος] η πυτιά …
10ταμισίνης — ὁ, Α (ενν. τυρός) είδος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάμισος «πυτία» + επίθημα ίνης (πρβλ. ὀξ ίνης)] …
- 1
- 2