τάγυρι

  • 1τάγυρι — τὸ, Α άκλ. το ελάχιστο, το παραμικρό («μαθόντι μηδὲ τάγυρι μουσικῆς», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ. πιθ. εσφαλμένη] …

    Dictionary of Greek