σ λογάδες
1λογάδες — whites of the eyes fem nom/voc pl λογάς picked masc/fem nom/voc pl …
2εταίροι λογάδες — Μέλη του βαριά οπλισμένου ιππικού του μακεδονικού στρατού, σώματος που ίδρυσε πρώτος ο αδελφός του Φιλίππου, Αλέξανδρος και τελειοποίησε αργότερα ο ίδιος ο Φίλιππος. Το αποτελούσαν αρχικά μόνο Μακεδόνες αριστοκράτες, αργότερα όμως μετείχαν και… …
3λογάδας — λογάδες whites of the eyes fem acc pl λογάς picked masc/fem acc pl …
4λογάδων — λογάδες whites of the eyes fem gen pl λογάς picked masc/fem gen pl …
5λογάσι — λογάδες whites of the eyes fem dat pl λογάς picked masc/fem dat pl …
6λογάσιν — λογάδες whites of the eyes fem dat pl λογάς picked masc/fem dat pl …
7λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …
8λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… …
9οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …