σῶφρον
1Σῶφρον — Σώφρων of sound mind masc voc sg …
2σῶφρον — σώφρων of sound mind masc/fem voc sg σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc sg …
3Σώφρον' — Σώφρονα , Σώφρων of sound mind masc acc sg Σώφρονι , Σώφρων of sound mind masc dat sg Σώφρονε , Σώφρων of sound mind masc nom/voc/acc dual …
4σώφρον' — σώφρονα , σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc pl σώφρονα , σώφρων of sound mind masc/fem acc sg σώφρονι , σώφρων of sound mind dat sg σώφρονε , σώφρων of sound mind nom/voc/acc dual …
5σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… …
6κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… …
7λαβυρίνθιος — λαβυρίνθιος, ία, ον (Μ) [λαβύρινθος] περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος («λαβυρινθίους μύθους», Σωφρόν.) …
8προμορφούμαι — όομαι, Μ 1. λαμβάνω μορφή προηγουμένως («οὐ προμορφωθέντι... σώματι», Σωφρόν.) 2. προεικονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μορφοῦμαι (< μορφή)] …
9πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην …
10συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] …
- 1
- 2