σῶστρα
1σῶστρα — reward for saving one s life neut nom/voc/acc pl …
2σώστρα — τα / σῶστρα, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που έχει εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα ή για τη διάσωση τμημάτων τού πλοίου ή τού φορτίου του αρχ. 1. ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία 2. αμοιβή για την προσαγωγή ζώων ή δούλων που είχαν… …
3σώστρα — τα (ναυτ.), η αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που ναυάγησε, τα σωστικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ρύτρον — τὸ, Α ευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτρα λυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ ρον, σῶσ τρον)] …
5σαοστρέω — Α κάνω ευχαριστήρια προσφορά για τη διάσωσή μου από νόσο ή από κάποιο κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶστρα (τὰ) «ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί σαωστρῶ] …
6ψυχοσώστης — ο, ΝΜ, θηλ. ψυχοσώστρα Ν αυτός που σώζει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σώστης / σώστρα (< σώζω), πρβλ. ναυαγο σώστης] …