σῠριᾰκός
1Συριακός — Syrian masc nom sg …
2συριακός — ή, ό / συριακός, ή, όν, ΝΜΑ [Συρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Συρία ή στους Σύρους (α. «συριακή γλώσσα» παλαιά σημιτική γλώσσα ομιλούμενη στη Βόρεια Μεσοποταμία β. «συριακοί κώδικες» κώδικες ιδιωτικής συλλογής τού ρωμαϊκού και… …
3Συριακά — Συριακός Syrian neut nom/voc/acc pl Συριακά̱ , Συριακός Syrian fem nom/voc/acc dual Συριακά̱ , Συριακός Syrian fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4Συριακῶν — Συριακός Syrian fem gen pl Συριακός Syrian masc/neut gen pl …
5Συριακόν — Συριακός Syrian masc acc sg Συριακός Syrian neut nom/voc/acc sg …
6Συριακαῖς — Συριακός Syrian fem dat pl …
7Συριακαί — Συριακός Syrian fem nom/voc pl …
8Συριακοῖς — Συριακός Syrian masc/neut dat pl …
9Συριακοί — Συριακός Syrian masc nom/voc pl …
10Συριακοῦ — Συριακός Syrian masc/neut gen sg …